- θηριόποδα
- τα(παλαιοντ.) απολιθωμένη υπόταξη ερπετών τής τάξης τών δεινοσαυρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theropoda < thero- (πρβλ. θηρο-) + poda (πρβλ. -ποδα < πους, όπως αρθρό-ποδα, μυριά-ποδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηρίοποδα ή θηρόποδα — (theropodαe). Υπόταξη δεινοσαύριων ερπετών στην παλαιοζωολογία, που περιλάμβανε σαρκοφάγα ζώα μεγάλου έως γιγαντιαίου μεγέθους (μήκους 10 μ.). Είχαν μικρό κεφάλι και κοφτερά δόντια· τα μπροστινά τους μέλη ήταν μικρότερα από τα πίσω και έφεραν… … Dictionary of Greek
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek